Φαναριώτης

Φαναριώτης
ο, θηλ. Φαναριώτισσα, Ν
1. αυτός που κατάγεται από το Φανάρι τής Κωνσταντινούπολης
2. συνεκδ. αυτός που ανήκει στην ελληνική αριστοκρατία που σχηματίστηκε στην παραπάνω συνοικία τον 17ο αιώνα
3. (το αρσ. πληθ.) οι Φαναριώτες·οι κάτοικοι τού Φαναρίου και, ιδίως, οι απόγονοι τής ελληνικής αριστοκρατίας που δημιουργήθηκε εκεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Φανάρι + κατάλ. -ώτης (πρβλ. Πειραι-ώτης)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Φαναριώτης — ο θηλ. ισσα 1. αυτός που κατοικεί στο Φανάρι της Κωνσταντινούπολης ή που κατάγεται από εκεί. 2. αυτός που ανήκει στην ελληνική αριστοκρατία πού σχηματίστηκε στο Φανάρι της Κωνσταντινούπολης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φανάρι — I Ιστορική συνοικία της Κωνσταντινούπολης, όπου εδρεύει από το 1603 το οικουμενικό πατριαρχείο. Βρίσκεται στη νότια παραλία του Κεράτιου κόλπου και ονομάστηκε έτσι από τον φάρο που υπήρχε στη βασιλική αποβάθρα. Τριγυριζόταν από τείχος, στα ΒΔ του …   Dictionary of Greek

  • Μαυροκορδάτος — I Επώνυμο οικογένειας λόγιων και πολιτικών, με βυζαντινή καταγωγή. 1. Αλέξανδρος (1791 – 1865). Γιος του Νικολάου (11.), αγωνιστής του 1821, πολιτικός και διακεκριμένος διπλωμάτης. Βλ. λ. Μαυροκορδάτος, Αλέξανδρος. 2. Αλέξανδρος ο εξ απορρήτων… …   Dictionary of Greek

  • φαναριώτικος — η, ο, και φαναριωτικός, ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Φαναριώτες ή στο Φανάρι τής Κωνσταντινούπολης. [ΕΤΥΜΟΛ. < Φαναριώτης. Το επίθ. φαναριωτικός μαρτυρείται από το 1876 στον Ν.Ι. Σαρίπολο] …   Dictionary of Greek

  • Κάρλοβιτς — (Karlowitz). Πόλη της Σερβίας στην αυτόνομη περιφέρεια της Βοϊβοντίνα. Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Δούναβη, κοντά στους πρόποδες του βουνού Φρούσκα. Η πόλη είναι γνωστή από τις συνθήκες ειρήνης που υπογράφηκαν εκεί το 1699. συνθήκες του …   Dictionary of Greek

  • Κασιάνης, Ελευθέριος — (Τραπεζούντα 1918 –). Συγγραφέας. Σπούδασε στη Μεγάλη του Γένους Σχολή της Κωνσταντινούπολης, στο Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών και στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Έργα του είναι: Τούρκοι πέρασαν, Χαλασμός! (1955), Η Καλλιθέα, σελίδες από την ιστορία της… …   Dictionary of Greek

  • Χουρμούζης, Μιχαήλ — (Κωνσταντινούπολη 1805 – 1882). Ψευδώνυμο του θεατρικού συγγραφέα, δημοσιογράφου και βουλευτή Τριαντάφυλλου Χουρμούζιου. Ο X., που γεννήθηκε στο νησί Αντιγόνη στον Βόσπορο, λέγεται ότι ήταν κρητικής καταγωγής, πολλοί όμως το αμφισβητούν. Γεγονός… …   Dictionary of Greek

  • fanar — FANÁR, fanare, s.n. (înv.) Felinar. [var.: fânár s.n.] – Din ngr. fanári. Trimis de LauraGellner, 05.05.2004. Sursa: DEX 98  FANÁR s. v. crâng, felinar, lampă, prâsnel. Trimis de siveco, 13.09.2007. Sursa: Sinonime …   Dicționar Român

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”